- εξανάστασις
- 1815 ἐξανάστασις{сущ., 1}воскресение из мертвых (Флп. 3:11).*▲ ключ.сл.
Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией. — Житомир, Украина. Виктор Журомский. 2006.
Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией. — Житомир, Украина. Виктор Журомский. 2006.
ἐξανάστασις — removal fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐξαναστάσει — ἐξανάστασις removal fem nom/voc/acc dual (attic epic) ἐξαναστάσεϊ , ἐξανάστασις removal fem dat sg (epic) ἐξανάστασις removal fem dat sg (attic ionic) ἐξαναστά̱σει , ἐξανίστημι raise up aor subj act 3rd sg (epic doric) ἐξαναστά̱σει , ἐξανίστημι… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐξαναστάσεις — ἐξανάστασις removal fem nom/voc pl (attic epic) ἐξανάστασις removal fem nom/acc pl (attic) ἐξαναστά̱σεις , ἐξανίστημι raise up aor subj act 2nd sg (epic doric) ἐξαναστά̱σεις , ἐξανίστημι raise up fut ind act 2nd sg (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐξαναστάσεσι — ἐξανάστασις removal fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐξαναστάσεσιν — ἐξανάστασις removal fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐξαναστάσης — ἐξανάστασις removal fem nom/voc pl (doric aeolic) ἐξαναστά̱σης , ἐξανίστημι raise up aor part act fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐξαναστάσιας — ἐξανάστασις removal fem acc pl (epic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐξαναστάσιες — ἐξανάστασις removal fem nom/voc pl (epic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐξαναστάσιος — ἐξανάστασις removal fem gen sg (epic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐξανάστασιν — ἐξανάστασις removal fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εξανάσταση — η (AM ἐξανάστασις) [εξανασταίνω] εκκλ. ανάσταση νεκρών, έγερση από τον τάφο νεοελλ. 1. η απότομη έγερση κάποιου από τη θέση του 2. μτφ. εξέγερση, ξεσήκωμα, υποκίνηση σε επανάσταση, στάση, ανταρσία, αναστάτωση μσν. 1. ανέγερση, ανόρθωση 2. μτφ.… … Dictionary of Greek